- ρετινένη
- η, Ν(βιοχ.) παλαιότερη ονομασία τής ρετινάλης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρετινάλη — η, Ν (βιοχ.) κοινή ονομασία τής διτερπενικής αλδεΰδης, η οποία σχετίζεται με την ρετινόλη και τής οποίας η ένωση με την οψίνη σχηματίζει την ροδοψίνη, αλλ. ρετινένη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. retinal < retina (πιθ.… … Dictionary of Greek